- παραζευγνύω
- παραζεύγνυμιyoke besidepres subj act 1st sgπαραζεύγνυμιyoke besidepres subj act 1st sgπαραζεύγνυμιyoke besidepres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραζεύγνυμι — και παραζευγνύω ΜΑ ζεύω μαζί αρχ. 1. ενώνω κάποιον μαζί με άλλον, παντρεύω («χρηστῷ πονηρὸν λέκτρον παραζευγνύναι», Ευρ) 2. τοποθετώ πολύ κοντά σε κάποιον («φρουρὼ παραζεύξασα φύλακε σώματος», Ευρ.) 3. συντροφεύω, ζευγαρώνω («παραζευγνυμένων… … Dictionary of Greek
ԼԾԵՄ — (եցի.) NBH 1 0890 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 12c, 13c, 14c ն. ζεύγνυμι jungo παραζευγνύω adjungo. Արկանել ընդ լծով զանասունս ʼի ձգել զսայլ, զկառս. ʼի նոյն լուծ կապել, կազմել, վարել. ... *Լծեցէ՛ք զերինջսն ʼի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)